Τρίτη 28 Μαρτίου 2017

                                      ΨΕΥΔΩΝΥΜΟ: ΑΘΗΝΑ

ΗΡΩΙΔΑ  ΜΙΑΣ ΖΩΗΣ
                     ΜΥΘΥΣΤΟΡΗΜΑ
     Ζει πλούσια η Αρετή στην Αθήνα. Έχει σπίτι έχει αυτοκίνητα, έχει χρήματα και χρυσό σε θυρίδες τραπεζών. Όμως τίποτα από όλα αυτά δεν τη γεμίζει. Πάντα ψάχνει, πάντα κοιτάζει τους ξανθούς με γαλάζια μάτια άνδρες.
      Μήπως; Αναρωτιέται συνέχεια!!!!  Μήπως είναι αυτός; Συγγνώμη κύριε πως σας λένε; Κώστα, Γιώργο, Γιάννη, Μιχάλη, Θανάση. Όλα τα ονόματα τα έχει ακούσει αλλά κανένα δεν είναι αυτό που ζητά. Με συγχωρείται!!!!  Για άλλον σας πέρασα και φεύγει λυπημένη…..
      Ποια είναι όμως η Αρετή; Είναι μια γυναίκα ώριμη πια. Μια ηρωίδα που η ζωή την πλήγωσε πολύ. Γεννήθηκε σε μια καλύβα σε ένα χωριό της Κρήτης. Ήταν το τρίτο από τα  οκτώ παιδιά του κυρ Γιώργη. Πέντε κορίτσια και τρία αγόρια είχε να θρέψει ο πατέρας. Φρόντιζε όσο μπορούσε αλλά δεν τα κατάφερνε να ζήσει άνετα. Δούλευε όλη τη μέρα. Το μεροκάματο μικρό δεν έφτανε να θρέψει την πολύτεκνη οικογένεια. Έτσι τα παιδιά από μικρά μπήκαν στη βιοπάλη της ζωής. Τα δυο μεγαλύτερα κορίτσια βοηθούσαν τη μάνα να μεγαλώσει τα μικρότερα αδέλφια. Η Αρετή και τα δυο μεγαλύτερα αγόρια βοηθούσαν τον πατέρα σε όλες τις δουλειές.
      Ο πατέρας είχε αναλάβει την καθαριότητα του χωριού. Είχε ένα μικρό κάρο. Άλογο όμως δεν είχε. Την δουλειά του αλόγου την έκανε η Αρετή. Έδενε το κάρο με ένα σχοινί, το στερέωνε στη μέση της και γυρνούσε όλο το χωριό. Ο πατέρας και τα δυο μικρότερα αγόρια καθάριζαν τους δρόμους και φόρτωναν το κάρο, που όταν γέμιζε η Αρετή το τραβούσε έξω από το χωριό και το άδειαζε.
      Δεν έφευγε όμως αμέσως, έψαχνε παντού μήπως βρει κάτι που χρειάζονταν. Πλούσιοι άνθρωποι υπήρχαν, οι οποίοι πολλές φορές πετούσαν ρούχα, παπούτσια, σχεδόν καινούργια. Στην Αρετή όλα χρειάζονταν. Τα μικρότερα αδέλφια κάτι περίμεναν στο γυρισμό της.
      «Ελάτε! Σας έφερα παπούτσια, φόρεμα, παντελόνι». Η μάνα τα έπλενε και τα μικρά τα φόραγαν για να ζεστάνουν τα παγωμένα ημίγυμνα κορμιά τους. Ποτέ τα μικρά δεν είχαν ντυμένο όλο τους το σώμα. Το ένα φορούσε παντελόνι, το άλλο φορούσε μόνο την μπλούζα,  όλα ήταν ξυπόλητα και ρακένδυτα. Έτσι τα έβλεπες ημίγυμνα αλλά καθαρά να τριγυρνούν στους δρόμους.
      Μια μέρα η Αρετή δεν έβρισκε τίποτα να κρατάει στα αδέλφια της. Έψαξε πολύ και ξαφνικά να μπροστά της μια τρύπια μπάλα. Η χαρά της ήταν μεγάλη! Τα αδέλφια της θα έχουν παιχνίδι. Η ώρα δεν περνούσε να γυρίσει στο σπίτι. Τα τρία μικρότερα αδέλφια περίμεναν στην πόρτα της καλύβας.
      «Τι μας έφερες» ρωτούσαν με αγωνία τα παιδιά. «Μια μπάλα» απαντά η Αρετή. «Αύριο θα παίξετε πολύ στην αλάνα». Πως όμως θα παίξουν, αφού η μπάλα ήταν τρύπια. Τι θα κάνει τώρα η Αρετή;
       Μια μέρα είχε χτυπήσει, πήγε στο γιατρό και της έβαλε λευκοπλάστη. Σκέφθηκε ότι με αυτό θα μπορούσε να μπαλώσει την μπάλα. Φεύγει αμέσως και πάει στο γιατρό.  Του λέει ψέματα, ότι κτύπησε το μικρότερο αδελφάκι της και του ζήτησε λίγο λευκοπλάστη να το επιδέσουν. Το κρατά στο χέρι και γυρνά πίσω στο σπίτι. Ο πατέρας φουσκώνει την μπάλα, η Αρετή βάζει το μπάλωμα και το ποδόσφαιρο αρχίζει. Διαιτητής είναι η Αρετή. Η μάνα ευχαριστεί το θεό, που με το παιχνίδι τα παιδιά ξέχασαν να φωνάζουν συνέχεια, πεινώ, πεινώ!!
      Δεν έφτανε η τόση φτώχεια που υπήρχε στην οικογένεια και σε λίγο καιρό οι Γερμανοί επιτέθηκαν στην Ελλάδα. Η κατάσταση της οικογένειας χειροτέρευσε, γιατί ο πατέρας πήγε στρατιώτης να υπηρετήσει την πατρίδα.
      Η μάνα δεν μπορούσε να δουλέψει, γιατί είχε πολλά και μικρά παιδιά. Έτσι η Αρετή αναλαμβάνει το ρόλο του πατέρα. Επιστρατεύει ακόμα και το πιο μικρό αδελφάκι της να ζητιανεύει στα πλούσια σπίτια για ένα κομμάτι ψωμί.
      Η Αρετή με τα μεγαλύτερα αδέλφια  Γιάννη και Πέτρο καθάριζαν τους δρόμους του χωριού και το απόγευμα έβρισκαν χόρτα και τα πούλαγαν.
      Στο χωριό Δήμαρχος ήταν ο κυρ Αντώνης. Κάθε μέρα η Αρετή πήγαινε στο σπίτι του και του πουλούσε χόρτα. Ο Δήμαρχος τη λυπόταν, τα αγόραζε και πολλές φορές τα πετούσε. Μια μέρα ρώτησε ο δήμαρχος την Αρετή, γιατί του πάει κάθε μέρα χόρτα. Η Αρετή του είπε ότι θέλει να αγοράσει ψωμί να φάνε τα αδέλφια της που πεινάνε.
      Ο Δήμαρχος την λυπήθηκε και της είπε: «Άκου κοριτσάκι μου, μη μου φέρνεις τόσο συχνά χόρτα, πήγαινε και σε  άλλα σπίτια να πουλάς, αλλά όταν όμως θέλεις κάτι, να έρχεσαι εδώ και θα σε βοηθάω».
       Από τότε η Αρετή  πήγαινε τακτικά στο σπίτι του Δημάρχου. Την υποδέχονταν  με καλοσύνη η σύζυγος του Δημάρχου η κυρία Μαρία και πάντα της έδινε κάτι για τα μικρότερα αδέλφια της. Εκεί η Αρετή συναντούσε τον Κώστα, ένα παχουλό, όμορφο και καλοντυμένο αγόρι τον γιο του Δημάρχου. Το αγόρι αυτό άλλοτε έπαιζε με διάφορα παιχνίδια και άλλοτε κρατούσε στο χέρι φρέσκο ψωμί, με βούτυρο και μαρμελάδα και έτρωγε.
        Το σκηνικό που έβλεπε η Αρετή με τον Κώστα συχνά την έκανε να τον μισεί, γιατί αυτός είχε όλα τα αγαθά, ενώ αυτή τα στερούνταν. Αντίθετα ο Κώστας της φερόταν πάντα ευγενικά.
        Μια μέρα η Αρετή περνούσε από το σπίτι του Δημάρχου και πεινούσε πάρα πολύ. Βλέπει στο δρόμο τον Κώστα να παίζει με άλλα παιδιά κρατώντας στο χέρι του μια φέτα φρέσκο ψωμί με βούτυρο και μέλι. Περνά δίπλα του η Αρετή, και φωνάζει πολύ δυνατά. Τρόμαξε ο Κώστας και του έπεσε το ψωμί κάτω. Αρπάζει η Αρετή το ψωμί και φεύγει τρέχοντας. Έστριψε στην πρώτη γωνιά, κάθισε κάτω και το έφαγε όλο με μεγάλη βουλιμία.  Αυτό είχε γίνει πια συνήθεια στην Αρετή και οπόταν πεινούσε, περνούσε από τις αλάνες και έπαιρνε το ψωμί από τα χέρια των  πλούσιων παιδιών και το έτρωγε.
       Ο καιρός περνούσε και ο πατέρας της γύρισε πίσω από το στρατό επειδή  ήταν πολύτεκνος Η ζωή όμως εξακολουθούσε να γίνεται ολοένα και πιο δύσκολη εξ αιτίας και της Γερμανικής κατοχής. Όσο και να ήθελε να ζήσει τίμια, δεν μπορούσε. Η δουλειά του οδοκαθαριστή δεν του επέφερε αρκετά χρήματα για να ζήσουν. Σκέφθηκε λοιπόν να κοιτάξει για άλλες πιο επικερδείς εργασίες.
       Η καλύβα που έμεναν ήταν έξω από το χωριό. Κάθε βράδυ με τα δυο αγόρια και την Αρετή μάζευαν ελιές από τα ξένα ελαιόδεντρα και τις πουλούσαν.
      Ο πατέρας όλη την μέρα γυρνούσε στα χωράφια και έψαχνε να βρει νάρκες και οβίδες. Το βράδυ έπαιρνε τα αγόρια και την Αρετή και με ένα φακό άνοιγε προσεκτικά τις νάρκες, με κίνδυνο να εκραγούν και να σκοτωθούν όλοι. Μάζευε το μπαρούτι και το πούλαγε. Έτσι ο κυρ Γιώργης έβγαζε ένα καλό μεροκάματο του τρόμου. Η δουλειά αυτή του έγινε συνήθεια. Άφησε όλες τις άλλες δουλειές και έψαχνε μόνο για νάρκες και οβίδες.
       Από τα χρήματα που κέρδιζε κατάφερε και έκτισε ένα μικρό σπιτάκι σε ένα οικόπεδο στην άκρη του χωριού που είχε κληρονομήσει από τους γονείς του.
       Η δίψα για χρήματα, η ανάγκη, η πείνα και η δυστυχία τον έκαναν να μην μπορεί να σταθεί κοντά στα παιδιά του, συνεχίζοντας το επικίνδυνο επάγγελμα να εκμεταλλεύεται τις νάρκες.
        Συνήθως για να μην κινήσουν υποψίες, το μπαρούτι το πήγαινε το βράδυ η Αρετή στο σπίτι. Μέσα στο σάκο που είχε το μπαρούτι, έβαζαν και μερικά ξύλα για να ξεγελάσουν κάποιον που τυχόν έβλεπε την Αρετή όταν μετέφερε το επικίνδυνο φορτίο στο σπίτι. Κάποια νύχτα τη συνάντησε ένας Γερμανός που περιπολούσε έξω από το σπίτι τους.  Τη ρώτησε τι έχει στο σάκο που κρατάει. Αυτή του απάντησε ότι έχει ξύλα να τα πάει στο σπίτι να μαγειρέψει η μητέρα της. Ο Γερμανός δεν έψαξε και την άφησε να φύγει. Δεν μπορούσε να φανταστεί, ότι ένα μικρό κοριτσάκι μετέφερε πυρομαχικά.
       Τα σημάδια της Γερμανικής κατοχής άρχισαν να φαίνονται παντού. Οι πλούσιοι μαυραγορίτες άρχισαν να εκμεταλλεύονται τους φτωχούς.  Έλεγε ο μπακάλης του χωριού στους συγχωριανούς του. Δώσε μου αυτό το χωράφι να σου δώσω ένα σακί αλεύρι. Να μου δώσεις αυτό το μαγαζί να σου δίνω κρέας για ένα μήνα, έλεγε ο χασάπης. Ο κυρ Γιώργης τι να δώσει ένα μικρό σπιτάκι που μετά βίας χωρούσε την οικογένεια του, αυτό δεν μπορούσε να γίνει, Η πείνα άρχισε να θερίζει τα στομάχια των παιδιών του.
      Οι Γερμανοί είχαν επιτάξει τα καλλίτερα σπίτια του χωριού, εκεί είχαν μαζέψει αρκετά τρόφιμα. Ένα βράδυ οι Γερμανοί μάζεψαν όλο το χωριό στην πλατεία και τους ανακοίνωσαν ότι σκότωσαν ένα Γερμανό. Όποιος θεωρηθεί ύποπτος θα τον κρεμάσουν στην πλατεία. Η Αρετή βλέπει όλα τα σπίτια  και τα μαγαζιά ανοιχτά και τους  χωριανούς στην πλατεία. Δεν χάνει καιρό  φωνάζει τα αδέλφια της Γιάννη και Πέτρο. Ελάτε πάμε στο μπακάλη, κανείς δεν θα είναι εκεί. Βιαστείτε φώναζε η Αρετή, πάρετε όσα πράγματα μπορείτε και τρέξετε γρήγορα στο σπίτι, να προλάβουμε να γυρίσουμε ξανά στο μπακάλικο, να πάρουμε και άλλα πράγματα.
        Το μακελειό στην πλατεία είχε αρχίσει για τα καλά. Γερμανική διαταγή έφθασε και έλεγε να σκοτώσουν οχτώ Έλληνες πατριώτες, ως αντάλλαγμα για το θάνατο ενός Γερμανού. Δημιουργήθηκε μεγάλη σύγχυση στους κατοίκους και η Αρετή με τα αδέλφια της πρόλαβαν και γέμισαν το σπίτι τους με τρόφιμα. Ύστερα γύρισαν στην πλατεία, για να μάθουν τι συνέβαινε.
       Εκεί το θέαμα που αντίκρισαν ήταν φρικτό οκτώ άνδρες δεμένοι στα χέρια και στα πόδια  ήταν πεσμένοι κάτω. Αυτούς διάλεξαν για να εκτελέσουν. Μαζί τους και ο Δήμαρχος του χωριού. Ο άνθρωπος που τόσο πολύ βοήθησε την Αρετή.
       Ο κόσμος διαλύθηκε και οι Γερμανοί έκλεισαν τους μελλοθάνατους σε ένα δωμάτιο. Κανείς δεν μπορούσε να τους σώσει από τη μανία του καταχτητή.
       Η Αρετή με τα αδέλφια της γύρισαν πίσω στο σπίτι. Έβλεπαν  τα τρόφιμα αλλά δεν μπορούσαν να φάνε τίποτα. Ένας κόμπος είχε δέσει στο λαιμό τους. Δεν κοιμήθηκαν όλη τη νύχτα. Πρωί-πρωί κτύπησαν την πόρτα του σπιτιού τους. Ήταν ο γραμματέας του χωριού. «σήκω κυρ Γιώργη να πας να ανοίξεις τάφους, να θάψουμε τα παλικάρια μας».
       Σηκώθηκε ο πατέρας αμέσως. Σήμερα τον περίμενε πολύ δουλειά. Είχε να ανοίξει οκτώ τάφους. Πήρε μαζί του το Γιάννη, τον Πέτρο και την Αρετή, να τον βοηθήσουν.
       Στο νεκροταφείο άνοιξαν οκτώ τάφους και έστησαν ισάριθμα δοκάρια. Μετά από λίγο έφεραν με ένα αυτοκίνητο τους μελλοθάνατους με δεμένα τα μάτια. Δεν ήξεραν που τους πήγαιναν.
       Τους έδεσαν στα δοκάρια. Σε λίγο έφθασε το εκτελεστικό απόσπασμα. Γύρω από το νεκροταφείο είχε  μαζευτεί πλήθος κόσμου, να αποχαιρετήσει τους ήρωες. Με μια φωνή τα παλικάρια μας τραγούδησαν τον Εθνικό Ύμνο και σε λίγο όλοι ήταν νεκροί.
       Η Αρετή βρισκόταν πιο κάτω και βοηθούσε τον πατέρα της να ανοίξουν τους τάφους. Τα είδε όλα από την πρώτη στιγμή. Είδε τον Δήμαρχο που τόσο πολύ την είχε βοηθήσει να πεθαίνει μπροστά στα μάτια της. Σκέφτηκε το μικρό Κωστάκη!  Τώρα δεν θα έχει και αυτός φρέσκο ψωμί να τρώει. Κατάλαβε η Αρετή ότι ο θάνατος δεν ξεχωρίζει κανένα, ούτε πλούσιο, ούτε φτωχό.
        Πέρασε ένας Γερμανός αξιωματικός και έδινε στον καθένα τη χαριστική βολή και διέταξε τους παρευρισκόμενους Έλληνες να τους πάρουν για να τους θάψουν. Ένας όμως δεν είχε πεθάνει και παρίστανε τον πεθαμένο. Έκανε νόημα στους δικούς μας, οι οποίοι κατάλαβαν, ότι ήταν ζωντανός και δεν μίλησαν. Θα τον έθαβαν μαζί με τους άλλους και μόλις θα έφευγαν οι Γερμανοί, θα τον ξέθαφταν. Ένας Γερμανός όμως κατάλαβε τι συμβαίνει και με το πιστόλι του τον εκτέλεσε.
       Ράγισε η καρδιά της Αρετής και δεν μπορούσε πια να αντικρίσει Γερμανό. Κλείνεται στο σπίτι και δεν θέλει να βγει έξω.
       Ο καιρός περνούσε, αλλά η κατάσταση στο φτωχικό του κυρ Γιώργη γίνεται αφόρητη. Ο πατέρας έμαθε ότι σε ένα χωριό σαράντα χιλιόμετρα μακριά από το δικό του υπήρχαν πολλές νάρκες. Έτσι αποφάσισε να πάει μαζί με ένα φίλο του να ασχοληθούν με το άνοιγμα των ναρκών. Θα εργαστούν για μια βδομάδα και ήλπιζαν ότι θα έβγαζαν αρκετά χρήματα.
  Η   γυναίκα του κυρά Τασία ετοίμασε ένα πρόχειρο φαγητό για το δρόμο και το έδωσε στον άνδρα της. Ο κυρ Γιώργης φίλησε τα παιδιά του και μαζί με το φίλο του ξεκίνησαν περπατώντας να πάνε στο χωριό που υπήρχαν οι νάρκες. Χρειάστηκαν δυο μερόνυχτα με κρύο και βροχή μέχρι να φθάσουν στον προορισμό τους. Στο χωριό αυτό είχαν ένα φίλο ο οποίος τους φιλοξένησε στο σπίτι του. Δούλεψαν δυο μέρες πολύ καλά και γέμισαν δυο σάκους μπαρούτι. Την Τρίτη μέρα βρήκαν μια πολύ μεγάλη νάρκη, τέτοια δεν είχαν ξαναδεί. Είπαν χαριτολογώντας μεταξύ τους, ότι εδώ θα γίνει καλή δουλειά και άρχισαν τα πρώτα σφυροκοπήματα. Δεν πρόλαβαν να την ανοίξουν, πήρε φωτιά, έγινε μεγάλη έκρηξη και τα κορμιά τους τινάχτηκαν στον αέρα κομματιασμένα.
      Ο κυρ Γιώργης και ο φίλος του δεν ξαναγύρισαν ποτέ πίσω στις οικογένειες τους.
Οι χωριανοί τους μάζεψαν, τους έβαλαν στα φέρετρα και τους άφησαν στην εκκλησία του χωριού. Ο παπάς δεν δέχεται να τους θάψει αν δεν έρθει κάποιος από τους δικούς τους.
     Ειδοποίησαν στο χωριό ότι ο κυρ Γιώργης και ο φίλος του σκοτώθηκαν. Η χήρα κυρά Τασία με τα οκτώ ορφανά παιδιά χτυπιέται, κλαίει τον άνδρα της, κλαίει για τα παιδιά της. Πως όμως θα φέρουν τον άνδρα της πίσω;  Αυτοκίνητο δεν υπάρχει. Ποιος  θα πάει να τους θάψει; Η απόσταση ήταν μεγάλη. Ο άνδρας της αδελφής του Γιώργη, ο Λεωνίδας αποφασίζει να πάει περπατώντας . Η Αρετή πηγαίνει μαζί του, θέλει να αποχαιρετήσει τον πατέρα της.
      Ξεκινούν χωρίς δραχμή στο πορτοφόλι. Το κρύο γίνεται πιο τσουχτερό και άρχισε να χιονίζει. Νυχτώθηκαν σε ένα μικρότερο χωριό. Ήθελαν να μπουν στο καφενείο να πιουν ένα ζεστό, αλλά χρήματα δεν είχαν. Ο θείος της Αρετής ντρεπόταν  να μπει μέσα χωρίς χρήματα. Η Αρετή όμως δεν ντρέπονταν . Ντυμένη στα μαύρα κτυπά την πόρτα του καφενείου.
     -Μπορούμε να μπούμε; -Ναι περάστε! Ποιοι είστε; Τι θέλετε; Που πάτε;
Η Αρετή εξήγησε κλαίγοντας. Ο πατέρας μου σκοτώθηκε, πηγαίνουμε να τον θάψουμε. Οι χωριανοί τη λυπήθηκαν και τους φιλοξένησαν στα σπίτια τους.
      Την άλλη μέρα χαράματα ξεκίνησαν το άσχημο ταξίδι τους πάνω στο χιόνι. Περπατούσαν όλη τη μέρα  στο κρύο και στο χιόνι. Το απομεσήμερο έφτασαν στο χωριό που ήταν οι σκοτωμένοι. Ρώτησαν που τους είχαν; Ήταν ολομόναχοι στην εκκλησία. Καημένε Γιώργη!! Είχες οκτώ παιδιά, γυναίκα, αδέλφια, συγγενείς και πέθανες ολομόναχος.
      Ήρθε όμως η Αρετή, αγκάλιασε ότι είχε απομείνει από το διαμελισμένο σώμα του πατέρας της και έκλεγε απαρηγόρητα. Μαζί της έκλεγε και ο θείος της ο Λεωνίδας.
Σε λίγο θα ερχόταν το σκοτάδι και έπρεπε να ταφούν. Ζήτησαν σκαπτικά εργαλεία από το χωριό και άνοιξαν τους τάφους. Ο παπάς και λίγοι χωριανοί συνόδευσαν τους δυο άτυχους φίλους στον τάφο, μακριά από τα παιδιά και τους φίλους.
      Πήραν την Αρετή και το θείο Λεωνίδα σε κάποιο σπίτι. Τους έδωσαν να φάνε, άναψαν το τζάκι να ζεσταθούν και τους έστρωσαν να κοιμηθούν, για να πάρουν δυνάμεις για το ταξίδι του γυρισμού. Η Αρετή δεν κοιμήθηκε καθόλου. Έγινε ο νεκροθάφτης του πατέρα της. Αυτό δεν το άντεχε.
       Μετά το θάνατο του πατέρα η ζωή στην οικογένεια έγινε πιο δύσκολη. Η χήρα μάνα χωρίς εργασία δεν μπορούσε να θρέψει τα παιδιά της. Σκέφτηκε λοιπόν να παντρέψει την  πρώτη κόρη, τη 16χρονη Μαρία με το Νίκο τον αγροφύλακα του χωριού ηλικίας 46 ετών, που τη συμπαθούσε. Έτσι ο Νίκος τη ζήτησε από την Τασία και του την έδωσε. -Δεν τον θέλω φώναζε η Μαρία, είναι παππούς μου! –Θα τον πάρεις απαντούσε η μάνα!. Ο γάμος έγινε.   Απέκτησαν τρία παιδιά αλλά ο γάμος αυτός δεν ήταν ποτέ ευτυχισμένος.
       Το σπιτικό διέλυσε. Η δεύτερη κόρη η Ελένη πήγε υπηρέτρια. Η Χρυσούλα και η Κατερίνα πήγαν στο Ορφανοτροφείο. Τον Πέτρο 10 χρονών τον πήρε κάποιος γείτονας στο σπίτι του και τον έστελνε σχολείο. Η Αρετή και ο Γιάννης έμειναν στο σπίτι να βοηθάνε την μητέρα τους με το μικρότερο αγόρι δουλεύοντας εδώ κι εκεί.
       Η Αρετή στα δέκα οκτώ της χρόνια έχει γίνει μια πανέμορφη κοπέλα, ψηλή, λεπτή, με ξανθά μαλλιά, γαλάζια μάτια και ήταν ένας σωστός άγγελος. Κάποιος γείτονας την ερωτεύεται. Αυτή δεν τον αγαπά, αλλά αφού οι δικοί της αποφάσισαν να τον παντρευτεί, έπρεπε να το κάνει. Από ανάγκη τον παντρεύεται. Μένουν στο ίδιο σπίτι με τη μητέρα της, να φυλάει τον μικρότερο αδελφό της που ήταν 13 μηνών μωρό για να εργάζεται η μητέρα.
       Η Αρετή μένει έγκυος, αλλά δε νοιώθει ενθουσιασμένη.  Ξέρει ότι δεν μπορεί, να μεγαλώσει άνετα το παιδί της, γιατί υπάρχει ακόμα μεγάλη φτώχεια.
       Ήρθε η μέρα που θα γεννούσε. Ο άνδρας της έφυγε να πάει, να φέρει τον γιατρό, αλλά δεν γύρισε ποτέ. Η Αρετή μόνη στο σπίτι βογκάει από τους πόνους. Η μάνα λείπει στο μεροκάματο. Ο αδελφός της Γιάννης τρέχει  φοβισμένος στη γειτόνισσα. Κυρά Ελένη τρέξε η Αρετή πονάει στην κοιλιά. Τρέχει η κυρά Ελένη και μαζί της κι άλλες γειτόνισσες. Η Αρετή γεννούσε ολομόναχη. Έστεκε όρθια και κρατούσε ένα δοκάρι με τα δυο της χέρια. Το βρέφος πέφτει χάμω. Το αρπάζει η κυρά Ελένη και το βάζει στο κρεβάτι.
      Οι άλλες γειτόνισσες παίρνουν την Αρετή που τρέμει ολόκληρη και την βάζουν στο κρεβάτι. Το αίμα τρέχει ποτάμι από πάνω της. Το βρέφος άρχισε να κλαίει, ήταν ένα όμορφο ξανθό αγοράκι με γαλάζια μάτια. Είδε το πρώτο φως της ζωής. Η άτυχη όμως Αρετή δεν πρόλαβε να το χαρεί!!!!   Ο άνδρας της έφυγε για μια μεγάλη πόλη και δεν ξαναγύρισε ποτέ. Φαίνεται δεν του άρεσε ο ρόλος του πατέρα  και προτίμησε να ζει μόνος του. Φόρτωσε στην άτυχη Αρετή τα πάντα, η οποία όμως μετά την γέννα του μωρού της αρρώστησε και είχε πολύ υψηλό πυρετό.
      Οι γειτόνισσες βέβαια δεν ήταν γιατροί, για να προσφέρουν ότι χρειάζεται σε τέτοιες περιπτώσεις. Έτσι η Αρετή πήρε μόλυνση και κόντεψε να πεθάνει. Η κυρά Τασία η μάνα της Αρετής συνέχεια φώναζε! Τι θα σε κάνω εγώ με ένα μωρό και χωρίς άνδρα; Άντε σήκω από εδώ να πας όπου θέλεις. Δεν μπορώ να θρέφω ξένα παιδιά. Που να πάει όμως η Αρετή; Δεν είχε ούτε ένα ζεστό να πιεί. Η εξάντληση την έκανε να μη μπορεί να σταθεί στα πόδια της. Τα κόκκινα της μάγουλα είχαν ασπρίσει από την αναιμία.
       Σε λίγες μέρες η Αρετή κατάφερε να σηκωθεί. Κοιτούσε το μωρό της και τα μάτια της γέμιζαν δάκρυα. Πήγαινε να βρεις κάποιο να βαπτίσουμε το παιδί της είπε η μάνα της. Σε λίγες μέρες θα το πάω στο Βρεφοκομείο. Η Αρετή βρήκε δυο κοπέλες που γνώριζε, βάπτισαν το μωρό και του έδωσαν το όνομα Παναγιώτης.
      Η Αρετή όμως δεν πρόλαβε να το φωνάξει με το όνομα του. Την άλλη μέρα η μάνα της πήρε το μωρό και λέει. «Θα το πάω στο βρεφοκομείο στην πόλη. Δεν μπορούμε να το ζήσουμε».
       Μόλις η Αρετή συνήλθε λίγο, δούλεψε στο χωριό της και μάζεψε μερικά χρήματα. Πήγε στην πόλη που ήταν το Ορφανοτροφείο. Έψαξε και βρήκε δουλειά σε ένα εργοστάσιο και νοίκιασε ένα δωμάτιο να μένει. Λίγες μέρες μετά πήγε στο Ορφανοτροφείο να ψάξει το παιδί της.-Όνομα; Την ρώτησαν οι υπεύθυνοι.
-Παναγιώτης !!!!  Απάντησε η Αρετή. –Δυστυχώς δεν έχουμε κανένα μωρό με αυτό το όνομα.
       Γυρνάει στο χωριό και ρωτάει τη μάνα της. -Που είναι το παιδί μου; -Το πήγα στο Βρεφοκομείο απαντάει η μάνα. –Δεν είναι εκεί, που το άφησες!!!   Σε ποιόν το έδωσες; Ρωτά απεγνωσμένα η Αρετή  –Δεν το έβαλα μέσα . Το άφησα έξω στην πόρτα. Ξέρω εγώ τι έγινε;
       Που να ψάξει τώρα η Αρετή; Νέα ανήμπορη, μόνη σε μια μεγάλη πόλη. Μισεί τη μάνα της, γιατί δεν έδωσε το δικό της μωρό στο Βρεφοκομείο;  Γιατί έδωσε το δικό μου, που δεν είχα άλλο;
      Επιστρέφει πίσω στη δουλειά της, δεν την ενδιαφέρει τίποτα. Δουλεύει όσο μπορεί. Πιστεύει ότι κάποια μέρα θα βρει το παιδί της. Ζει με αυτή την ελπίδα!!! Πέρασαν δέκα χρόνια και ο πόνος απάλυνε την καρδιά της. Νοστάλγησε όμως τη μάνα και τα αδέλφια της, τα οποία είχαν παντρευτεί και είχαν παιδιά.
       Κάποια μέρα γύρισε στο χωριό της και πήγε στο σπίτι της μεγαλύτερης αδελφής της Μαρίας, που είχε παντρευτεί τον Αγροφύλακα – αδελφό του Δημάρχου- η οποία είχε τρία πανέμορφα κοριτσάκια. Η Χρύσα έμοιαζε πολύ στην Αρετή.
       Η Αρετή έμεινε μια βδομάδα στην αδελφή της. Ένα βράδυ κτύπησε η πόρτα. Άνοιξαν και ένας όμορφος νέος βρέθηκε μπροστά τους. Έλα Κώστα του είπε η αδελφή της. –Γεια σου Μαρία! Είπε ο Κώστας. Έγιναν οι συστάσεις. –Η αδελφή μου η Αρετή και ο ανιψιός του άντρα μου ο Κώστας!!!
       Η Αρετή γύρισε κάμποσα χρόνια πίσω στα χρόνια της κατοχής. Τότε που πεινούσε και μισούσε κάθε πλούσιο. Στο νου της ήλθε ο Κωστάκης, ο καλοντυμένος γιος του Δημάρχου που πολλές φορές η Αρετή είχε αρπάξει το ψωμί  από τα χέρια του. –Είσαι το δημαρχόπουλο φώναξε με τη δυνατή καθάρια φωνή της η Αρετή.-Ναι που με ξέρεις είπε ήρεμα ο Κώστας. –Που σε ξέρω; Εγώ πάντα σε θυμάμαι!! Δεν ξεχνώ ποτέ τις φέτες με  βούτυρο και μέλι που έτρωγες. Δεν ξεχνώ ποτέ τα παιχνίδια που έπαιζες. Πώς να τα ξεχάσω όλα αυτά; Έμειναν βαθιά χαραγμένα στην ψυχή μου. Πάντα ευχόμουν να ήμουν έστω και μια μέρα στη θέση σου. Να τρώγω ζεστό φαγητό, να κοιμάμαι πάνω σε κρεβάτι και όχι κάτω στο δάπεδο. Να έχω και λίγα από τα παιχνίδια σου να παίζω.
      Πάντα σε ζήλευα και σε μισούσα λίγο γι  αυτά  που είχες εσύ και εγώ δεν είχα… Την ημέρα όμως που οι Γερμανοί σκότωσαν τον πατέρα σου μπροστά στα φοβισμένα μάτια μου και τον έθαψα εγώ, ο πατέρας μου και τα αδέλφια μου, τότε έπαψα πια να ζηλεύω. Σε λυπόμουνα γιατί ήσουν ορφανό.
      Σε λίγε μέρες όμως και εγώ έμεινα χωρίς πατέρα. Δεν τον σκότωσαν οι Γερμανοί. Σκοτώθηκε μόνος του προσπαθώντας να βγάλει λίγα χρήματα από τα υπολείμματα θανάτου, που είχαν σπείρει  σε όλη τη γη μας οι Γερμανοί.
     -Εσύ δεν με θυμάσαι Κώστα; -Α! είσαι το κοριτσάκι που τραβούσε το κάρο που καθάριζε τους δρόμους; -Θυμάμαι που έλεγα στη μητέρα μου, μαμά δεν έχει ο θείος άλογο να τραβάει το κάρο;  -Ναι Κώστα εγώ είμαι το «αλογάκι», η νεκροθάφτης, η ζητιάνα και η κλέφτρα. Όλα αυτά εγώ ήμουνα. Τι να γίνει! Τότε ήταν δύσκολα χρόνια.
     -Πως τα πας τώρα Αρετή; Ρώτησε ο Κώστας, εγώ είχα φύγει μικρός από το χωριό για να σπουδάσω και δεν ξέρω πολλά πράγματα.  Θα μου πεις κάτι για σένα;
     -Τι να σου πω Κώστα! Η ζωή με έχει πληγώσει πάρα πολύ και ζω μόνη μου. Παντρεύτηκα  στα 18 μου χρόνια και έμεινα έγκυος. Την ημέρα που θα γεννούσα, ο άνδρας μου πήγε να φέρει το γιατρό και δεν ξαναγύρισε. Γέννησα μόνη μου και με  βοήθησαν μερικές γειτόνισσες.
      -Και το παιδί; Ρώτησε ο Κώστας; -Δεν ξέρω, δεν ξέρω, μη με ρωτάς. Η μάνα μου το πήγε στο Βρεφοκομείο, αλλά τώρα δεν μπορώ να το βρω.
       Η ιστορία της Αρετής συγκίνησε τον Κώστα που ήταν πολύ ευαίσθητος. Ρώτησε την Αρετή που μένει τώρα.
      -Πήγα στην πόλη να βρω κάποια δουλειά και εργάζομαι σε ένα εργοστάσιο.
      -Και εγώ εκεί βρίσκομαι. Είμαι λογιστής σε μια εταιρεία.
       Μετά από αυτή την γνωριμία αποχαιρετίστηκαν και χώρισαν. Ο Κώστας δεν θα ξεχάσει ποτέ αυτό το γενναίο κορίτσι με την κρυστάλλινη φωνή, τα ξανθά μαλλιά και τα γαλάζια μάτια!!!
       Η Αρετή γύρισε πίσω στη δουλειά της. Δεν πέρασαν πολλές μέρες και ένα απόγευμα  έξω από το εργοστάσιο κάποιος την περίμενε!
      -Γεια σου Αρετή!! Γεια σου Κώστα!! Θέλεις να πάμε για καφέ; Να συζητήσουμε λίγο;
      Έτσι όπως ήταν με τα ρούχα της δουλειάς τον ακολούθησε. Δεν είχε τη δύναμη να αρνηθεί. Δεν άργησαν να καταλάβουν πως κάτι δυνατό τους έδενε. Σε λίγο καιρό ήταν τρελά ερωτευμένοι. Φούντωσε ένας έρωτας που για την Αρετή δεν ήταν παρά μόνο μια πικρή εμπειρία. Σε αγαπώ της έλεγε ο Κώστας. Στα είκοσι οκτώ της χρόνια η Αρετή και με όλα αυτά που είχε περάσει, δεν πίστευε πια κανένα. Ήξερε ότι ο Κώστας δεν ήταν γι αυτήν. Γνώριζε ότι ο Κώστας, που ήταν πλούσιος, όμορφος και μορφωμένος, έπρεπε να πάρει κάποια αντάξια του. Ήξερε πως η απόσταση που τους χώριζε ήταν αρκετά μεγάλη. Γνώριζε ότι οι δικοί του θα έφεραν αντιρρήσεις σ  αυτό το δεσμό.
      Ο Κώστας ήταν ελεύθερος να παντρευτεί όποια ήθελε. Ήταν το πλούσιο δημαρχόπουλο. Η Αρετή ήταν το «αλογάκι» η κόρη του οδοκαθαριστή, με ένα διαζύγιο να τη βαραίνει, ένα χαμένο παιδί να την πληγώνει, που η φτώχεια και η μιζέρια δεν την άφησαν να πάει στο σχολείο. Ήταν πανέξυπνη, αλλά το όνομα της δεν ήξερε να το γράψει. Αγάπησε τον Κώστα, αλλά ποτέ δεν τον πίστεψε. Γι  αυτή ήταν το άπιαστο όνειρο.
       Ο Κώστας όμως την αγάπησε παράφορα. Δεν σκέφτονταν ούτε μάνα, ούτε αδελφές. Αποφάσισε να πάει στο χωριό να τους μιλήσει.
      -Αγαπώ την Αρετή! Θέλω να την παντρευτώ! –Ποια αυτή την πάμπτωχη ;  Αυτήν που την άφησε ο άνδρας της; Τι δουλειά έχεις μαζί της;  Αυτό δεν θα γίνει ποτέ! – Θα σκοτωθώ αν την πάρεις, φώναζε η μια αδελφή. Θα τρελαθώ αν την πάρεις, ξεφώνισε η άλλη. Θα πεθάνω γιε μου αν μου φέρεις αυτήν για νύμφη ψέλλισε η μάνα. Εγώ άλλα όνειρα έκανα για σένα.
      Ο Κώστας τα έχασε! Αφήνει μάνα και αδελφές και γυρίζει πίσω στην Αρετή. Η στάση του έχει αλλάξει απέναντι της. Αυτή το νοιώθει. –Τι έχεις Κώστα. Τι είπαν οι δικοί σου;
      Δεν είπε τίποτα στην Αρετή. Προσπάθησε να κρύβει τα αισθήματα του και πάντα έβρισκε κάποια αιτία να αναβάλει το γάμο, που είχε τάξει στην Αρετή. Όμως την αγαπούσε. Δεν μπορούσε να την γελάσει. Μια μέρα αποφασισμένος της λέει: - Δεν σκέφτομαι κανένα πια, ούτε μάνα, ούτε αδελφές. Θα ζω μόνο για τους δυο μας. Αύριο θα φύγω για το χωριό. Πάω να βγάλω τα χαρτιά που χρειάζονται για το γάμο μας.
      Πήγε και ψώνισε στην Αρετή. Αγόρασαν το νυφικό και βρήκαν τους κουμπάρους. Την Κυριακή θα είμαι εδώ να παντρευτούμε. Να είσαι ντυμένη νύμφη και να με περιμένεις.
      Ο Κώστας έφυγε για το χωριό. Η Αρετή ετοίμασε την προίκα της. Τακτοποίησε το σπίτι. Την Κυριακή ήταν όλα έτοιμα. Στο σπίτι πήγαν όλοι  οι καλεσμένοι. Η Αρετή ντύθηκε νύμφη και περίμενε να την ειδοποιήσουν, ότι ο γαμπρός πήγε στην εκκλησία για να πάει και εκείνη. Ένας νέος πήγε στο σπίτι. Κρατούσε ένα φάκελο, τον έδωσε στη νύμφη και της είπε. –Σας παρακαλώ να το διαβάσετε. Πώς να το διαβάσει η Αρετή, Μήπως ήξερε γράμματα; Το έδωσε σε μια κοπέλα να της το διαβάσει. «Με συγχωρείς αγάπη μου δεν ήθελα να σε πληγώσω, Νίκησε η Μάνα. Δεν είχα το κουράγιο να φύγω και να έρθω κοντά σου. Με απειλούσε ότι θα σκοτωθεί. Δεν θέλω αιματοβαμμένο γάμο. Θα προσπαθήσω να ηρεμήσουν τα πράγματα και θα έρθω να σε βρω. Θα σε αγαπώ πάντα. Κώστας».
      Η Αρετή έπεσε λιπόθυμη. Όταν συνήλθε φορούσε το νυχτικό της. Το νυμφικό της το είχαν βγάλει. Ήταν ένα ράκος. Δεν μπορούσε να πει λέξη. Άτυχη είμαι! Δεν υπάρχει για μένα μοίρα. Άργησε να συνέλθει. Κάποτε στάθηκε στα πόδια της και πήρε την απόφαση να παλέψει για τη χαμένη της αγάπη!!!!  Όχι! Δεν θα τον χάσω είπε. Τον αγαπώ και θα τον βρω!!!! Θα τον φέρω κοντά μου. Δεν μπορούν έτσι εύκολα να μας χωρίσουν. Δεν έκανα ποτέ κακό σε κανένα.
       Πήρε το τελευταίο λεωφορείο και πήγε στο χωριό του Κώστα. Όταν έφθασε είχε πια νυχτώσει. Δεν ήθελε να την δει κανείς πως πήγε στο χωριό. Μια δυνατή μπόρα ξέσπασε. Αυτό τη βοήθησε, γιατί όλοι κλείστηκαν στα σπίτια τους νωρίς.  Κανείς δεν ήταν έξω. Η Αρετή ήθελε να πάει στο σπίτι του Κώστα. Κατάφερε να φθάσει μέχρι εκεί, χωρίς να τη δει κανείς. Η πόρτα είχε ένα μεγάλο κρύσταλλο και όλα φαίνονταν μέσα καθαρά. Είχαν οικογενειακό συμβούλιο. Μάνα, αδελφές, θείοι, θείες και ξαδέλφια, προσπαθούσαν να πείσουν τον Κώστα να ξεχάσει την Αρετή. Εκείνος όμως επέμενε και έλεγε. «Μάνα την αγαπώ! Τι φταίει εκείνη αν γεννήθηκε φτωχή; Τι φταίει που ο άνδρας της την άφησε μόνη τη μέρα που γεννούσε; Η Αρετή είναι θαυμάσια κοπέλα.  Είναι τόσο πληγωμένη! Δεν θέλω να την πικράνω άλλο».
        Η Αρετή άκουσε τα λόγια που είπε ο Κώστας και η καρδιά της κόντεψε να σπάσει. Πλησίασε όσο πιο κοντά μπορούσε στο κρύσταλλο της πόρτας. Μια αστραπή έλαμψε και ο σκοτεινός ουρανός φωτίστηκε έξω. Ο Κώστας έτυχε να κοιτάζει προς την πόρτα. Είδε το πρόσωπο της Αρετής και δεν πίστευε στα μάτια του. Νόμιζε πως έβλεπε όνειρο. Ανοίγει την  πόρτα και να την ολοζώντανη μπροστά του, μούσκεμα από το κεφάλι μέχρι τα πόδια.
     -Έλα μέσα αγάπη μου, εδώ είναι το σπίτι σου. –Όχι πάρε την και φύγε από εδώ φώναξαν οι αδελφές του. Φύγε γιέ μου και μη σε ξαναδώ. Ότι περιουσία έχω θα την πάρουν οι αδελφές σου. Πάρε τη γυναίκα που βρήκες και φύγετε από εδώ.
     -Φεύγω μάνα  λέει ο Κώστας. Δεν ήθελα να φύγω έτσι. Αφού όμως το θέλεις…
      Έφυγαν!! Παντρεύτηκαν σχεδόν μόνοι. Ο γάμος ήταν απλός, πήγαν μόνο τα αδέλφια της Αρετής και τους ευχήθηκαν να ζήσουν.
      Λίγες μέρες μετά το γάμο έφυγαν για τη Γερμανία για να δουλέψουν. Άργησαν όμως να συνηθίσουν στην ιδέα ότι δούλευαν για αυτούς, που ήταν η αιτία και έχασαν και οι δύο τους γονείς τους. Έκαναν όμως κουράγιο, γιατί χρειάζονταν τα χρήματα. Δούλεψαν είκοσι χρόνια εκεί και μετά γύρισαν στην Αθήνα.
       Αγόρασαν σπίτι, αυτοκίνητο, είχαν χρυσό και περιουσία. Κέρδισαν και ένα μεγάλο χρηματικό ποσό στο λαχείο. Οι συγγενείς του Κώστα τελικά αγάπησαν την Αρετή. Ζούσαν οι δυο τους πολύ αγαπημένοι. Όμως κάτι τους λείπει, Η Αρετή δεν μπόρεσε ποτέ πια να γίνει μητέρα και ποτέ δεν μπόρεσε να βρει το χαμένο της παιδί. Η μητέρα της πέθανε σε αρκετά μεγάλη ηλικία 94 χρονών παίρνοντας μαζί της το εφτασφράγιστο μυστικό που έκρυβε βαθιά στην καρδιά της για 50  περίπου χρόνια. Δεν μαρτύρησε ποτέ σε κανέναν τι έκανε το μωρό, αν και η Αρετή πολλές φορές την παρακαλούσε να της ομολογήσει την αλήθεια !!!!!
      Η  Τόση αγάπη  και συμπαράσταση του άνδρα της που τόσα τράβηξε γι αυτήν, δεν μπορούσαν ποτέ να γεμίσουν το κενό που υπάρχει μέσα της.  Ρώτησαν σε όλα τα βρεφοκομεία, κατέφυγαν στον Ερυθρό Σταυρό αλλά απάντηση δεν πήραν από πουθενά.  Κάποια φορά στα γενέθλια της ο Κώστας για να την ευχαριστήσει ,και να απαλύνει τον πόνο που είχε για το παιδί της παράγγειλε σε ένα χρυσοχοείο ένα χρυσό για το λαιμό στρογγυλό, που έγραφε πάνω το όνομα του παιδιού  ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ.  Από την μέρα αυτή το κρέμασε στο λαιμό της και δεν το έβγαλε ποτέ !!! Πιστεύει πως έχει αγκαλιά το παιδί που δεν πρόλαβε να σφίξει για πολύ στην αγκαλιά της και το χειρότερο από  ΟΛΑ !!!!! -  Δεν έχει ούτε μία  φωτογραφία για να βλέπει και να θυμάται το μονάκριβο παιδί που γέννησε στα 19 της χρόνια-
       Η Αρετή πάντα πιστεύει και ζει με την ελπίδα, ότι κάποια μέρα θα βρει το ξανθό αγγελούδι που έχασε. Στα 86 της χρόνια σήμερα ακόμη περιμένει, ότι ένας 67χρονος άνδρας με γαλάζια μάτια θα έρθει και θα φωνάξει την πολυπόθητη λέξη   ΜΗΤΕΡΑ  και μετά να κλείσει ήσυχα τα μάτια της !!!!!!!
                                                           25 Οκτωβρίου 2016
                                                    ΠΕΛΑΓΙΑ ΠΑΧΑΚΗ-ΔΑΚΑΝΑΛΗ


Προσθήκη λεζάντας



      



      

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου